- συγγένειος
- συγγέν-ειος, ον,A akin, kindred, Ζεὺς ς. presiding over kindred, E.Fr.1000.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγγένειος — akin masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγένειος — ον, Α [συγγενής] συγγενικός … Dictionary of Greek
συγγένει' — συγγένεια , συγγένεια kinship fem nom/voc sg συγγένειαι , συγγένεια kinship fem nom/voc pl συγγένεια , συγγένειος akin neut nom/voc/acc pl συγγένειε , συγγένειος akin masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυγγένεια — συγγένεια , συγγένεια kinship fem nom/voc sg συγγένεια , συγγένειος akin neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγένεια — kinship fem nom/voc sg συγγένειος akin neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)